MENU
:root { --competition-primary-color:#06BFFF; --competition-secondary-color:#1E036D; --competition-solid-color:#1E036D; }
MUNDOBASKET 2023 Χορηγός
Advertisement

Το έχετε ακούσει το «ποτέ μην λες ποτέ»; Κάτι τέτοιο ισχύει στην περίπτωση του Αντρέας Ομπστ και του Αλέκσα Αβράμοβιτς, των δύο γκαρντ, που ήταν τα «γαλλικά κλειδιά» για Γερμανία και Σερβία στους ημιτελικούς απέναντι στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Τι εννοούμε; Ότι και οι δύο βγήκαν στο πολύ υψηλό επίπεδο σε μεγάλη ηλικία. Π.χ. ο Φραντζ Βάγκνερ είναι ένας παίκτης, που λάμπει από τα 18-19 του χρόνια. Ναι, εννοείται, είναι άλλου επιπέδου σε σχέση με τους προαναφερθέντες, άλλης αξίας.

Ο Ομπστ, λοιπόν, και ο Αβράμοβιτς πέρασαν μπόλικα χρόνια και την ίδια ώρα πέρασαν από 1000 κύματα για να φτάσουν εδώ, που έχουν φτάσει. Δεν είναι και δεν θα γίνουν ποτέ σταρ, είναι, όμως, πλέον παίκτες, που τους συγκαταλέγεις και με το παραπάνω στη λίστα των κανονικών παικτών της Ευρωλίγκας.

Ο Ομπστ είναι ο μικρότερος από τους δύο υπό την έννοια ότι είναι γεννημένος το 1996. Εμείς εδώ στην Ελλάδα τον μάθαμε καλά πέρυσι, όταν μας απέκλεισε στο Ευρωμπάσκετ η Γερμανία και εκείνος είχε βάλει για τα καλά το χεράκι του. Ο 27χρονος γκαρντ στο 107-96 της εθνικής του επί της Ελλάδας είχε 19 πόντους με 5 τρίποντα. Προχθές απέναντι στις ΗΠΑ το πήγε ακόμη πιο μακριά το πράγμα. Εκτέλεσε τους Αμερικάνους με 24 πόντους, ενώ είχε και 6 ασίστ.

Βλέποντας τον, νομίζεις ότι είναι στρατιωτικός ή κάτι τέτοιο. Στο παρκέ, όμως, «κεντάει». Το σουτ του βλέπετε είναι κάτι παραπάνω από σεμιναριακό. Δεν μιλάμε για την αποτελεσματικότητα του, που είναι δεδομένη, αλλά για την μηχανική του.

Αυτό το σουτ, πάντως, δεν του επέτρεψε να εξελιχθεί από πιο μικρός. Είναι από το καλοκαίρι του 2021 στην Μπάγερν, αλλά πιο πριν ήταν σε πολύ πιο χαμηλό επίπεδο. Ηταν στην Ουλμ, στην Ομπραντόιρο της Ισπανίας, και πιο πριν ακόμη χειρότερα. Στην Γκίσεν και στην Γκόθα Ρόκετς, μία ομάδα, που μάλλον δεν την έχετε ξανακούσει. Τα ξεκινήματά του τα έκανε στην Μπάμπεργκ, όταν η γερμανική ομάδα ήταν ακόμη σε υψηλό επίπεδο, αλλά να είδατε ότι δεν τον κράτησε στο ρόστερ της. Ο Ομπστ, όμως, δεν το έβαλε κάτω, προσπαθούσε και δούλευε ολοένα και περισσότερο, και πλέον έχει καθιερωθεί. Η Μπάγερν δε έκανε το αυτονόητο, επεκτείνοντας την συνεργασία τους μέχρι το καλοκαίρι του 2026.

Ο Αβράμοβιτς από την άλλη είναι σαν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Γεννημένος, δηλαδή, το 1994. Γεννήθηκε μάλιστα και μεγάλωσε στο Τσάτσακ, την γενέτειρα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Του ανθρώπου, δηλαδή, που (κι αυτόν) τον ανέβασε επίπεδο.

Ο Αβράμοβιτς ήταν μέχρι πρότινος ένας καλός γκαρντ, που έβγαζε το ψωμί του στο μεσαίο επίπεδο της Ευρώπης. Μία ήταν στην Εστουντιάντες, μία στη Βαρέζε, μία στην Μάλαγα. Ωσπου τον πήρε κοντά του ο Ζοτς, όταν ακόμη η Παρτίζαν έπαιζε στο Eurocup. Όταν η Παρτίζαν πήγε στην Ευρωλίγκα, το όνομα του Αβράμοβιτς δεν ακουγόταν. Και αυτό γιατί ήταν στα πιτς με τραυματισμό. Επανήλθε στο ματς με την Φενέρ στην Πόλη εκεί, όπου η ομάδα του νίκησε οριακά. Ο Ζοτς τον έριξε στο παρκέ και ο 29χρονος ήταν καταλύτης στο να έρθει αυτή η νίκη. Από κει και πέρα, η ανοδική πορεία του ήταν ολοένα και αυξανόμενη. Ωσπου έγινε το «πρόσωπο της ημέρας» στον ημιτελικό με τον Καναδά με την γενικότερή του παρουσία, αλλά και με τις άμυνες πάνω στον Σάι Τζίλτζιους-Αλεξάντερ.

Ο Νίκολα Μιλουτίνοφ μιλώντας στο SDNA μετά το ματς με τους Καναδούς χαρακτήρισε τον Αβράμοβιτς «ωραίο τρελό, που αυτό το πράγμα με την πίεση στην άμυνα το κάνει σε όλη του την καριέρα».

Τι μας θυμίζουν, τι μας θυμίζουν αυτοί οι δύο παίκτες; Μα τον Γιαννούλη Λαρεντζάκη. Και αυτός βγήκε στον αφρό σε μεγάλη ηλικία. Αρχισε δηλαδή να μπαίνει σε αυτή την διαδικασία από τα 27 του και μετά όταν και μετακόμισε στον Ολυμπιακό. Η δουλειά του, η τρέλα του, το πείσμα του, τα μπασκετικά του προσόντα σε συνδυασμό πάνω από όλα με το ότι μπήκε στον «ερυθρόλευκο» οργανισμό τον οδήγησαν στο βήμα παραπάνω και στο να παίρνει πλέον κοντά στις 700.000 ευρώ τον χρόνο.

Πως το είπαμε παραπάνω; Ποτέ μην λες ποτέ. Ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα. Η καλή (μπασκετική) ζωή, δηλαδή, μπορεί να αρχίσει και μετά τα 27. Γιατί όχι;

Ομπστ και Αβράμοβιτς, όπως λέμε Λαρεντζάκης