MENU

 

Όταν ο ΠΑΟΚ είναι καλός, τότε είναι απολαυστικός. Κάθεσαι και τον χαζεύεις. Όταν είναι κακός, όταν μπαίνει σε εκείνη την φάση που θαρρεί κανείς ότι τον ρουφάει μια αόρατη μαύρη τρύπα, τότε είναι ανυπόφορος. Είναι θλιβερός. Είναι ανήμπορος.

Είναι μία συνθήκη σταθερά επαναλαμβανόμενη, αρχίζει να γίνεται ένα μοτίβο με πολύ συγκεκριμένο χρονικό προσδιορισμό, είναι ένα φαινόμενο που έρχεται εκεί κατά την άνοιξη. 

Ιστορικά, αν το δει κανείς, ο Δικέφαλος είναι σταθερά η χειρότερη ομάδα της διαδικασίας των πλέι-οφ. Είτε με τον Ράζβαν, είτε με τον Αμπέλ ή τον Πάμπλο στο τιμόνι του.

Ο Λουτσέσκου το είπε κομψά με τα αγγλικά του λίγο μετά το τέλος του πονόματου στην Λαμία, «παίζουμε χωρίς ενέργεια, υποφέρουμε να βρούμε πηγές, έχουμε στραγγίξει», η αλήθεια είναι κάπως έτσι.

Εδώ και λίγο καιρό ο ΠΑΟΚ «έσκασε». Είναι άδειος. Τα πόδια των παικτών του είναι βαριά. Δεν μπορεί να πάρει ένα σπριντ. Δεν μπορεί να μεταφέρει την μπάλα γρήγορα. Δεν μπορεί να φτιάξει συνδυασμούς. Δεν μπορεί να απειλήσει. Περιφέρεται στο γήπεδο άσκοπα. 

Είναι σαν μία ευθεία γραμμή. Άοσμος. Άγευστος. Ακίνδυνος. Μοιάζει σαν μία ομάδα που πέταξε λευκή πετσέτα.

Στο ποδόσφαιρο αυτό που μένει πάντα είναι η τελευταία γεύση. Κι αυτό το φινάλε δεν αρμόζει σε μία ομάδα που σε μεγάλα διαστήματα της σεζόν έπαιξε ίσως το γοητευτικότερο ποδόσφαιρο της ιστορίας της. Είναι μία εξέλιξη που αδικεί την προσπάθεια, τον κόπο, την δουλειά, τον ιδρώτα που έριξαν όλοι. Την εξέλιξη που είχε αυτό το γκρουπ και την μετατροπή του από μία άμορφη μάζα, σε μία μηχανή που περνούσε πάνω από όλους.

Τι μπορεί να φταίει και αίφνης φαίνεται ότι έσβησαν όλοι οι διακόπτες; 

Μπορεί να είναι η σωματική και πνευματική κόπωση μιας ομάδας που είναι στα γήπεδα από τις 27 Ιουλίου και έχει παίξει μέχρι στιγμής 53 επίσημα παιχνίδια. 

Μπορεί να μην υπήρχε η υποδομή για να βγει ως το τέλος μία σεζόν στον ίδιο ρυθμό. 

Μπορεί να έγιναν λάθη στην διαχείριση.

Μπορεί εντέλει, το ποιοτικό βάθος του ρόστερ να μην ήταν αρκετό για πρωταθλητισμό ως το τέλος και μάχες σε τρία μέτωπα.

Μπορεί το ποδόσφαιρο του Λουτσέσκου να είναι τόσο απαιτητικό ενεργειακά, που να «στύβει» τους παίκτες και να μην αφήνει χυμούς για το τέλος.

Μπορεί να είναι χίλια δυο. 

Η ουσία είναι πως μία ομάδα που τερμάτισε πρώτη στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος, μετά από περίπου δύο μήνες κατάφερε να είναι φαβορί για την… 4η θέση! 

Κάποια στιγμή οι δικαιολογίες στερεύουν. 

Έπαιξε τα παιχνίδια με την Μπριζ με ενδιάμεση ξεκούραση, οι Φλαμανδοί ήρθαν με μισή ομάδα, αλλά οι μπαταρίες δεν γέμισαν ποτέ.

Έπαιξε απέναντι σε μία υβριδική ενδεκάδα του Ολυμπιακού, αλλά δεν απείλησε ποτέ.

Έπαιξε με κόσμο στην Λαμία, απέναντι σε μία ομάδα με πέντε σερί ήττες και τέρματα 4-19 που δεν είχε φάει πουθενά λιγότερα από τρία και το μόνο που κατάφερε ήταν να βρει γκολ ισοφάρισης στο… 100’!

Δεν είναι τυχαίο ότι και στα 6 τελευταία του παιχνίδια δέχθηκε πρώτος γκολ, βρέθηκε να κυνηγάει στο σκορ, δείγμα μιας ομάδας που έπαψε να έχει τον ποδοσφαιρικό έλεγχο οποιασδήποτε κατάστασης.

Στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχουν μαγικοί διακόπτες ή κουμπιά με τα οποία κάνεις reset ή restart. Από ένα σημείο και μετά, κοιτάς να δείξεις τον μεγαλύτερο αυτοσεβασμό, να περιορίσεις το μέγεθος της ζημιάς που έχει ήδη γίνει.

Με τις λευκές εμφανίσεις στην Λαμία, οι παίκτες του περιφέρονταν σαν φαντάσματα στο γήπεδο. Μία εικόνα που σε κάνει να αναρωτιέσαι για το τι είναι αλήθεια και τι παραίσθηση…

Φαντάσματα…