MENU

Ο Σέσαρ Λουίς Μενότι, ο προπονητής που καθιέρωσε ένα ελεύθερο στυλ παιχνιδιού και οδήγησε την Αργεντινή στο πρώτο της Μουντιάλ (1978) εγκατέλειψε τα εγκόσμια σε ηλικία 85 ετών.

Επρόκειτο αναμφίβολα για την κορυφαία στιγμή στην καριέρα ενός χαρισματικού τεχνικού, ο οποίος όμως δεν είχε κρύψει ποτέ τον προβληματισμό του για το γεγονός πως η Αργεντινή οδηγούνταν σε μια βάναυση στρατιωτική χούντα που μπορούσε να εκμεταλλευτεί την σπουδαία ποδοσφαιρική διάκριση της εθνικής ομάδας.

Ο μακρυμάλλης, αριστερών πεποιθήσεων Μενότι, είχε χαρακτηριστεί ως «η ενσάρκωση όλων όσων αντιτάχθηκε η χούντα». Υπήρχε μια αντισυμβατική σχέση μεταξύ των δύο πλευρών καθώς ο δικτάτορας Βιδέλα αν και ήρθε στην εξουσία με πραξικόπημα δύο χρόνια νωρίτερα, αναγνώριζε πως με τον Μενότι στην τεχνική ηγεσία η Αργεντινή θα έφτανε στην κορυφή.

Αν και το μέγεθος της κρατικής βίας δεν ήταν πλήρως κατανοητό από τον Μενότι και τους παίκτες του, κατά την διάρκεια του Μουντιάλ προσπαθούσε να παροτρύνει τους διεθνείς να κατακτήσουν το τρόπαιο όχι τόσο για εθνική υπερηφάνεια τους, αλλά για τους λιγότερο διαφημισμένους ποδοσφαιριστές των οποίων, οι οικογένειες και οι φίλοι βασανίζονταν, δολοφονούνταν ή εξαφανίζονταν μυστηριωδώς.

Ο «φιλόσοφος του ποδοσφαίρου» καθιέρωσε ένα πιο επιθετικό στιλ παιχνιδιού, με οξυδερκείς άσους σε πρώτο πλάνο, όπως οι Αρντίλες, Ταραντίνι, Πασαρέλα και Κέμπες.

Σε ηλικία μόλις 39 ετών, η Αργεντινή στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια. Ο Μενότι ήταν ένας λιγομίλητος χαρακτήρας, καπνιστής, ένας φιλόσοφος του ποδοσφαίρου που υιοθέτησε μια πιο εγκεφαλική προσέγγιση στο ποδόσφαιρο.

Αν και περιστασιακά αναγκαζόταν να προβεί σε δηλώσεις τύπου «μια ομάδα ποδοσφαίρου είναι πάνω απ’ όλα ιδέα», έκανε πολλά για να αλλάξει τον τρόπο προπονήσεων, διερευνώντας τις τακτικές δυνατότητες με κάθε λεπτομέρεια. Ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του, είναι ο προπονητής της Μάντσεστερ Σίτι, Πεπ Γκουαρδιόλα.


Ο Μενότι γεννήθηκε στο Ροζάριο και ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην τοπική ομάδα Ουνιόν Αμέρικα, όπου ως έφηβος καταδικάστηκε σε 30 ημέρες φυλάκιση επειδή έγραψε με γκράφιτι στους τοίχους του γηπέδου της ομάδας.

Επίσης ήταν ικανότατος μπασκετμπολίστας, αλλά όταν ήταν μόλις 16 ετών ο πατέρας του, Αντόνιο, πέθανε από καρκίνο. Έτσι η δέσμευσή του στο ποδόσφαιρο απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς τα χρήματα θα τον βοηθούσαν να στηρίξει τη μητέρα του.

Ο Μενότι ήταν ένας ντελικάτος παίκτης με δυνατό σουτ. Αρχικά, υπέγραψε στη Ροζάριο Σεντράλ, όπου έγινε γνωστός ως "El Flaco" (ο λεπτός) κάνοντας ντεμπούτο στην Primera División το 1960 ως επιθετικός. Εκεί παρέμεινε για τέσσερα χρόνια υπογράφοντας στη συνέχεια στη Ράσινγκ το 1964. Την επόμενη χρονιά μεταπήδησε στη Μπόκα Τζούνιορς, αποτελώντας μέλος της ομάδας που κατέκτησε το πρωτάθλημα Αργεντινής το 1965.

Το 1967 μετακόμισε ξανά, αυτή τη φορά στις ΗΠΑ, όπου αγωνίστηκε για μια σεζόν για τους New York Generals στο νεοσύστατο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα της Βόρειας Αμερικής προτού υπογράψει για τη βραζιλιάνικη Σάντος, όπου έπαιξε δίπλα στον Πελέ κατακτώντας το πρωτάθλημα Βραζιλίας το 1968.

Η τελευταία του μεταγραφή πραγματοποιήθηκε το 1969, όταν υπέγραψε στην Clube Atlético Juventus στη Βραζιλία προτού αποσυρθεί από την ενεργό δράση το 1970. Επίσης, κατέγραψε με την εθνική Αργεντινής 11 συμμετοχές μεταξύ 1963 και 1968.

Ασχολήθηκε άμεσα με την προπονητική, αρχικά ως βοηθός στη Newell's Old Boys. Το 1971 έγινε ανέλαβε την Ουρακάν την οποία οδήγησε δύο χρόνια αργότερα στο πρωτάθλημα Metropolitano.

To 1974 ανέλαβε την εθνική Αργεντινής παραμένοντας στο πόστο του μέχρι το 1983. Εκπονώντας ένα συγκεκριμένο πλάνο, αλλά και βασιζόμενος στο γεγονός πως το καθεστώς της Αργεντινής απαγόρευσε σε ποδοσφαιριστές κάτω των 25 ετών να αγωνίζονται στο εξωτερικό δημιούργησε έναν πυρήνα με κορυφαία ταλέντα μέσω της νεοσύστατης εθνικής ομάδας Νέων.

Όταν ο στρατός κατέλαβε την εξουσία το 1976, είχε ήδη προετοιμάσει ένα λεπτομερές πρόγραμμα για το Μουντιάλ του 1978 που συνδυαζόταν με την επιθυμία της χούντας να αμβλύνει τις εντυπώσεις από την σκληρότητα της.

Δείχνοντας πυγμή, ο Μενότι αντιστάθηκε στη λαϊκή βούληση να συμπεριλάβει στην ομάδα τον 17χρονο Ντιέγκο Μαραντόνα, κρίνοντας ότι μπορεί να λυγίσει από την πίεση λόγω των μεγάλων προσδοκιών που υπήρχαν.

Η Αργεντινή ξεκίνησε καλά στο Μουντιάλ, με νίκες επί της Ουγγαρίας και της Γαλλίας που την οδήγησαν στην πρώτη θέση στη φάση των ομίλων, στη συνέχεια επικράτησε της Πολωνίας, έφερε ισοπαλία με τη Βραζιλία, πριν από την εμφατική νίκη με 6–0 εναντίον του Περού.

Στον τελικό ο Μάριο Κέμπες έδωσε προβάδισμα στην Αργεντινή στο 38ο λεπτό, και αφού η Ολλανδία πήγε το παιχνίδι στην παράταση με γκολ στο 82ο λεπτό, ο Κέμπες σκόραρε ξανά κάνοντας το 2-1. Το τελικό 3-1 διαμόρφωσε ο Μπερτόνι.

Ένα χρόνο αργότερα η Αργεντινή κέρδισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων στο Τόκιο. Στο Μουντιάλ του 1982 η ομάδα του Μενότι, με τον Ντιέγκο Μαραντόνα στο ρόστερ της, αποκλείστηκε στον Β΄ Γύρο μένοντας πίσω από Ιταλία και Βραζιλία.

Ο Μενότι παραιτήθηκε στη συνέχεια, αλλά ανέλαβε σύντομα την Μπαρτσελόνα (διαδεχόμενος τον Ούντο Λάτεκ), η οποία είχε επίσης υπογράψει τον 22χρονο τότε Μαραντόνα.

Αν και οδήγησε τους «Μπλαουγκράνα» στο Copa del Rey και το ισπανικό Λιγκ Καπ το 1983 νικώντας και στους δύο τελικούς την Ρεάλ Μαδρίτης. πλήρωσε το γεγονός πως δεν κατάφερε να οδηγήσει την Μπαρτσελόνα στο πρωτάθλημα, παραδίδοντας το 1984 την σκυτάλη στον Τέρι Βέναμπλς.

«Οι γραμμές πρέπει να βρίσκονται κοντά για να πιέσουμε τους αντιπάλους» συνήθιζε να λέει στους παίκτες του.

Η μετέπειτα προπονητική του καριέρα περιελάμβανεις αρκετούς προπονητικούς σταθμούς, όπως σε Μπόκα Τζούνιορς (1987), Ατλέτικο Μαδρίτης (1987-88), Ρίβερ Πλέιτ (1989), Πενιαρόλ (1990), Εθνική Μεξικού (1991-92), Ιντεπεντιέντε ( 1996-99), με μια σύντομη περίοδο στη Σαμπντόρια και στη συνέχεια σε Ροζάριο, Ιντεπεντιέντε για δεύτερη φορά, Πουέμπλο και Τέκος.

Το 2019 έγινε διευθυντής της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας της Αργεντινής διατηρώντας την θέση του μέχρι το 2023.

Ο Μενότι αν και Αργεντινός δεν έκρυβε την προτίμηση του, για τον άλλοτε συμπαίκτη του Πελέ.

«Υπάρχει κάποιος που δεν μπορεί να συγκριθεί κανείς μαζί του. Υπάρχει κάποιος που εάν έπαιζε σήμερα θα κέρδιζε μόνος του τα παιχνίδια και αυτός είναι ο Πελέ. Έχουμε Ντιέγο (Μαραντόνα), Γιόχαν (Κρόιφ), Αλφρέντο (Ντι Στέφανο) και Μέσι, αλλά ο Πελέ ήταν κάτι διαφορετικό», συνήθιζε να λέει.

Μενότι: O μακρυμάλλης φιλόσοφος του ποδοσφαίρου που εναντιώθηκε στη χούντα της Αργεντινής!