MENU
Χρόνος ανάγνωσης 5’

Ως τον ουρανό είναι λίγο...

0

«Πέταξε στα 6,19 ο Ντουπλάντις»

«Ο Μόντο Ντουπλάντις έκανε την κορυφαία φετινή επίδοση στο επι κοντώ»

«Ένας 20χρονος έσπασε το στοιχειωμένο ρεκόρ του Μπούμπκα -Μετά από 26 χρόνια»

«Απίθανος Ντουπλάντις: Έκανε νέο παγκόσμιο ρεκόρ στο επί κοντώ»

«Διέλυσε το παγκόσμιο ρεκόρ στο επί κοντώ με ασύλληπτο άλμα ο Ντουπλάντις»

Ξανά και ξανά. Οι τίτλοι στα ρεπορτάζ σε όλο τον κόσμο. 

Όσοι τυχεροί έζησαν τα χρόνια που θριάμβευε στο άλμα επί κοντώ ο Σεργκέι Μπούμπκα δεν πίστευαν ότι θα έβλεπαν όχι πάρα πολλά χρόνια αργότερα έναν άλλο αθλητή (ιεροσυλία για τον Ουκρανό άραγε; ) καλύτερο του. Έναν αθλητή που όχι μόνο είναι συνώνυμο του αγωνίσματός του, αλλά είναι ένα άθλημα μόνος του. 

Έναν αθλητή, ο οποίος γεννήθηκε δυο χρόνια πριν εγκαταλείψει την ενεργό δράση ο Ουκρανός, που ακόμα κι αν σταματήσει τώρα, λίγο πριν κλείσει τα 23 του, θα είναι θρύλος του αγωνίσματός του, του στίβου, του παγκόσμιου αθλητισμού. 

«Τον πρωτοείδα στο Παγκόσμιο Παίδων στο Κάλι. Όταν πέρασε τα 6 μέτρα για πρώτη φορά σε ηλικία 18 ετών, δεν με εξέπληξε, επειδή η πρόοδός του από πολύ μικρή ηλικία ήταν εντυπωσιακή. Δεν ξέρω πόσο πιο ψηλά μπορεί να φτάσει, όμως το ανθρώπινο όριο στο επί κοντώ απέχει, ακόμη, αρκετά» είχε πει ο Μπούμπκα για τον… διάδοχό του. 

Γεννήθηκε στις ΗΠΑ, από πατέρα Αμερικανό πρώην επικοντιστή και νυν προπονητή του και μητέρα Σουηδέζα πρώην επταθλήτρια και μεγάλωσε στη Λουϊζιάνα μαζί με τα τρία αδέρφια του που ασχολήθηκαν επίσης με τα σπορ. Στα τρία του προσπαθούσε να πηδήξει από το πάτωμα στον καναπέ με κοντάρι ένα σκουπόξυλο. Στα επτά του το άλμα του ξεπερνούσε τα 2,20μ. Μέχρι εκείνη την ηλικία, βέβαια, κανένα κοντάρι δεν εφάρμοζε σωστά στο πολύ λιγνό σώμα του. Ήταν τότε που ο πατέρας του τον ονόμασε «Mondo», αυτός που μερικά χρόνια μετά θα γινόταν παγκόσμιος. 

«Πρέπει να ήμουν το μικρότερο σε ηλικία παιδί που ασχολήθηκε με το επί κοντώ. Δεν νομίζω ότι βρίσκεις πολλούς επτάχρονους να κάνουν άλματα εκεί έξω. Ο εξοπλισμός που είχαμε στον κήπο ήταν κάτι που μπορώ να θυμηθώ από τότε που υπάρχω. Δεν ήξερα πως ήταν να έχεις τίποτα διαφορετικό. Για εμένα, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να γυρνάω από το σχολείο και να πηγαίνω στον κήπο για να αρχίσω τα άλματα. Αυτή ήταν μια κανονική μέρα για εμένα. Δεν το έβλεπα σαν κάτι ασυνήθιστο, ήταν σαν να κλωτσάω μια μπάλα. Αυτή η μοναδικότητα μου σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας μου με έχει φέρει εδώ που είμαι τώρα. Ερωτεύτηκα το επί κοντώ σε πολύ μικρή ηλικία και έγινα καλός στο επί κοντώ επίσης σε πολύ μικρή ηλικία. Λάτρεψα αυτό το άθλημα προτού γίνω γρήγορος και δυνατός. Όταν έγινα γρήγορος και δυνατός, άρχισα να τρυπάω τον ουρανό σε κάθε ευκαιρία».

Δεν ξέρω τον λόγο που αγάπησα τόσο το επί κοντώ. Νομίζω πως… απλά το αγαπώ. Πιστεύω πως τα σπορ ξεχωρίζουν σε αυτό, γιατί άπαξ και ερωτευτείς ένα άθλημα, το αίσθημα σου δυναμώνει συνεχώς γιατί το ίδιο το άθλημα σε τραβάει όλο και περισσότερο. Στον αθλητισμό δεν υπάρχει ποτέ ταβάνι, οπότε όπου και να φτάσεις, πάντα ξέρεις πως υπάρχει κάτι ακόμα ψηλότερα. Αυτή η ανάγκη της συνεχούς βελτίωσης με κάνει να θέλω συνεχώς περισσότερα».

Κι ενώ το αγώνισμά του ήταν (και θα είναι, φυσικά) ταυτισμένο με τον Μπούμπκα, ο Ντουπλάντις μεγάλωσε βλέποντας στην τηλεόραση τον άνθρωπο που πλησίασε τον Ουκρανό, πριν τον ξεπεράσει ο Σουηδός, όσο κανείς άλλος: αυτός ήταν ο Ρενό Λαβιλενί. 

«Όταν ήμουν 11-12 ετών έλεγες άλμα επί κοντώ και εννοούσες Ρενό Λαβιλενί. Όταν ήμουν μικρός, ο Ρενό ήταν η προσωποποίηση του αθλήματος. Ήταν το είδωλο μου. Τον έβλεπα και έλεγα πως θέλω να του μοιάσω. Τον γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήμουν 13 και του ζητούσα αυτόγραφα και φωτογραφίες, όπως κάθε άλλος θαυμαστής του. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον ανταγωνιζόμουν. Αναπτύξαμε μια φιλία μεταξύ μας και εκείνος έγινε κάτι σαν μέντορας για εμένα. Μπορεί να με βλέπει σαν τον διάδοχο του δεν ξέρω. Κάνουμε αρκετά πράγματα με παρόμοιο τρόπο και σίγουρα θα ήθελα να γίνω ο επόμενος Λαβιλενί». 

Είναι ο Λαβιλενί ο μέντοράς του. Τον εμπνέει και τον καθοδηγεί. Ετοιμάζεται για άλμα ο Ντουπλάντις και ο Γάλλος του δίνει οδηγίες την ώρα του αγώνα, τον συμβουλεύει για την κατεύθυνση του ανέμου, τον ενθαρρύνει και πανηγυρίζει μαζί του σαν τα ρεκόρ και τα μετάλλια να είναι δικά του. «Του μεταφέρω τις εμπειρίες μου αλλά μαθαίνω κιόλας από τις δικές του» λέει ο… γερό-Λαβιλενί, που παραμένει στην ενεργό δράση, πάντα σε υψηλό επίπεδο, ακόμα κι αν έχει ξεπεραστεί η δική του «χρυσή» εποχή. 

Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Όρεγκον ο Σουηδός δεν είχε αντίπαλο. Μόνο τον εαυτό του. Και τον ξεπέρασε, όπως ανέμεναν πολλοί, με το παγκόσμιο ρεκόρ. Διότι είναι πια… προβλέψιμος. Η υπέρβαση του ορίου, του εαυτού του, το κάτι παραπάνω γίνεται χωρίς υπερπροσπάθεια από αυτόν τον αθλητή-φαινόμενο. Είναι κάτι φυσικό. Άλματα στα χαμηλά ύψη απλά για ζέσταμα εκεί που οι άλλοι ζορίζονται και μετά μόνος του απέναντι στον πήχη. 

Σε ένα αγώνισμα στο οποίο συνυπάρχουν, ίσως όσο σε κανενα άλλο, η άνοδος και η πτώση, ο Ντουπλάντις, ήδη ο πιο σημαντικός αθλητής της γενιάς του και όχι μόνο αυτής, αποδεικνύει πως μπορείς να ονειρεύεσαι και να στοχεύεις στα ψηλά χωρίς να φοβάσαι τις πτώσεις. Μέχρι το 6,21, μέχρι εκεί που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί… Εξάλλου, το κορμί του μετρήθηκε στα 6 μέτρα και 36 εκατοστά πάνω από τη γη στο άλμα του παγκοσμίου ρεκόρ. Πόντο πόντο θα το πηγαίνει. Όπως ο Μπούμπκα. Και που μπορεί να φτάσει; Ποιος μπορεί να το πει... 

Και στο τέλος τι θα μείνει; Τα μετάλλια. Και τα ρεκόρ. Ναι, αλλά όχι μόνο αυτά. Διότι η ζωή δεν είναι μόνο αυτά. Η ζωή είναι ισορροπία.

Έτσι λέει ο Ντουπλάντις ακόμα και τώρα, σε αυτή την ηλικία που ζει σε ένα παρατεταμένο μεθύσι δόξας, αποθέωσης, λάμψης, χρημάτων. «Ναι, θέλω να είμαι ο καλύτερος αθλητής στην ιστορία. Αλλά η ζωή θα συνεχιστεί άσχετα με το αν θα κάνω μια καλή ή κακή εμφάνιση». 


 

Ως τον ουρανό είναι λίγο...