MENU

Δεν υπάρχει κάτι για να προσάψει κανείς στους δικούς μας, μόνο και μόνο από τη λύπη για το αποτέλεσμα. Δεν θα υπήρχε κάτι για να προσάψουν εκείνοι στους δικούς τους, στο σενάριο που το αποτέλεσμα θα ήταν το ανάποδο. Καταλήγω να συμφωνήσω σε αυτό που είπε ο Τζαβέλλας, και ανάρτησε ο Νικοπολίδης. Πράγματι, μας αρέσει ή όχι, αυτό που έπαιξαν οι Ελληνες διεθνείς ήταν "ό,τι καλύτερο μπορούσαν".

Το μηδέν-μηδέν ήλθε ως το ακριβές αποτέλεσμα, μιας αγωνιστικής ισοτιμίας με τόσο αντίθετα χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα, τον έλεγχο υπεροχής (με τις 800 πάσες που καθεμιά, δυνητικά, θα ήταν κι ένα πετραδάκι σε ένα οικοδόμημα νίκης) και την αμυντική ισορροπία. Η Γεωργία, το σωστό διάβασμα της όλης συνθήκης και την αρραγή οργάνωση. Αυτοί, έκλεισαν και έκρυψαν τα σεσημασμένα ελληνικά ατού. Κόπιασαν, και κινδύνευσαν ελάχιστα από τον Ιωαννίδη και τον Μπακασέτα. Εμείς, κοπιάσαμε και αντέξαμε τις θανάσιμες μεταβάσεις τους. Τις αναχαιτίσαμε, είτε με θαυμάσιες "άμυνες καθυστέρησης" είτε ξοδεύοντας με σοφία, σαν σε προμελετημένη σκυταλοδρομία, τις πέντε κίτρινες κάρτες που χρειάστηκαν.

Ένα, πρακτικά, αδιέξοδο μοτίβο. Αμέτρητη μονομαχία. Αμοιβαία no risk πολιτική. Πλαγιοκοπήσεις, που μύριζαν απειλή αλλά εξατμίζονταν δίχως να πληγώσουν. Κάνα-δυο επικίνδυνα στημένα, από δω κι από κει. Τελειώματα που, στη συντριπτική πλειονότητα, έσπαζαν επάνω σε αποφασιστικά σώματα ή έστελναν τη μπάλα μακρυά από την εστία. Ολα, μα όλα, κατέληγαν στην εκατέρωθεν αναζήτηση της μίας στιγμής. Στο πρώτο ημίχρονο, τα expected goals ήταν 0,2 με 0,02. Στο δεύτερο ημίχρονο, 0,2 με 0,35. Στην παράταση, 0,5 με 0,38. Τίποτα...και ακόμη πιο τίποτα. Καμία πλευρά δεν θεμελίωνε δικαίωμα πρόκρισης, σε καμία δεν αντιστοιχούσε αποκλεισμός. Τα πέναλτι, ήταν το αναπόφευκτο. Κανείς δεν τα επεδίωξε. Και κανείς δεν κατάφερε να το κάνει, πριν τα πέναλτι.

Ένα δεύτερο "εθνικό τραύμα" στη σύγχρονη εποχή. Πολύ διαφορετικό ωστόσο, αυτό, από Κόστα Ρίκα. Οχι μόνο διότι τότε παιζόταν πρόκριση σε προημιτελικό Μουντιάλ, κάτι απείρως βαρύτερο από συμμετοχή σε τελική φάση EURO. Αλλά κυρίως, διότι τότε "εγκληματήσαμε" ότι δεν το τελειώσαμε στην παράταση. Στην Τιφλίδα, είναι άτοπο να σκεφτεί κανείς ότι επρόκειτο περί...εγκλήματος. Το τρίπτυχο πλάνο (να αποδώσουμε, να αντιμετωπίσουμε τα δυνατά σημεία του αντίπαλου, να επιβάλουμε τα δικά μας δυνατά σημεία παιγνιδιού) υποστηρίχθηκε. Εγιναν επί της ουσίας, και τα τρία. Δεν αρκούσαν.

Πολλές φορές στο τελευταίο δεκαήμερο, σε κάθε media activity, ο Πογέτ είπε και ξαναείπε τη φράση no excuses. Καμία δικαιολογία. Ο ίδιος έκλεισε το δεκαήμερο, με...μία λίστα δικαιολογιών. Η τύχη, οι τραυματισμοί, οι κράμπες, οι κάρτες, ένα νοκ-άουτ με (και παρά τα) δύο clean sheet. Πριν, σωστά ήθελε να εξοβελίσει κάθε πιθανό ή απίθανο άλλοθι. Μετά, σωστά βρήκε ό,τι σκαρφίστηκε σε πιθανή ή απίθανη ασπίδα προστασίας για τους πολεμιστές του. Η γυμνή πραγματικότητα όμως, είναι ότι κρίσιμος αριθμός αλλαγών σπαταλήθηκε σε ποδοσφαιριστές που έρχονταν από όχι ομαλή ροή συμμετοχών στους συλλόγους. Με τους δικούς του guerreros έζησε ως το φινάλε, ο Πογέτ, με τους δικούς του guerreros απέτυχε.

Πλέον, τι; Στη δεκαετία μετά τη Βραζιλία, η Ελλάδα έχει αναλώσει επτά προπονητές και...πάμε καρφί για όγδοο. Επτά προπονητές, για 94 αναμετρήσεις. Οκτώ για 95, εάν είναι ένας επόμενος που θα οδηγήσει την Εθνική στο φιλικό της 7ης Ιουνίου με τη Γερμανία. Το μαθηματικό μοντέλο, κατά μέσον όρο ένας προπονητής για 12-13-14 ματς, απλώς δεν βγαίνει. Δεν βγάζει, πουθενά. Ο Μάνταλος ας πούμε, μια προσωποποίηση αυτής της δεκαετίας, έχει δει και τους επτά να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Δύσκολα θα εντυπωσιαστεί, αν τώρα η ομοσπονδία κάνει οκτώ τους επτά.

 Προφανώς, η δημοφιλής απάντηση της ημέρας είναι "να αποπεμφθεί" (ο Πογέτ). Είναι επίσης, εκτός από δημοφιλές, το εύκολο. Οσο εύκολο θα ήταν και στους Γεωργιανούς, να αποπέμψουν τον Σανιόλ μετά τα εφτά γκολ που έφαγαν εντός έδρας από την Ισπανία στον προκριματικό όμιλο. Πιο δύσκολο έρχεται, διότι είναι σύνθετο, το να αναλύσει κανείς ψυχρά. Γιατί προσλήφθηκε, ο Πογέτ. Με ποιο κριτήριο. Γιατί να αποπεμφθεί. Με ποια αξιολόγηση. Αν σήμερα "το κλίμα είναι βαρύ" και πάμε για χωρισμό, γιατί πριν δύο χρόνια ήταν...ελαφρύ και σμίξαμε; Ο Πογέτ είναι αυτός που είναι, και έκανε αυτά που έκανε. Δώδεκα νίκες σε 22 ματς, ένας προβιβασμός από την τρίτη στη δεύτερη κατηγορία της Ευρώπης, μία άνοδος από το νούμερο-55 του κόσμου στο (αυτή την ώρα) νούμερο-49. Στα διαθέσιμα χρήματα, είναι ρεαλιστικά πιθανό να βρεθεί κάτι το δραματικά καλύτερο; Ερχεται ο αγαπητός Φερνάντο Σάντος; Αν δούμε πως είναι εφικτό το να έρθει, τι διαφορετικό προσδοκούμε ότι μπορεί να συνεισφέρει;   

 Αυτό σημαίνει, ανάλυση. Κριτήριο. Αξιολόγηση. Η αέναη εναλλαγή, δεν προκριθήκαμε next please, δεν είναι ούτε ανάλυση ούτε λύση. Κάνει ακόμη χειρότερο δε, αυτό που ήδη σέρνει μες στο μυαλό ο Ελληνας ποδοσφαιριστής. Ολόκληρη την αλυσίδα των πρότερων αποτυχιών. Δεν μοιάζει έξυπνο, να διαταράσσουμε κάθε φορά τον Ελληνα ποδοσφαιριστή. Η ανακύκλωση, τον φτάνει στο σημείο να εκλιπαρεί για μια κάποια σειρά και μια κάποια συνέχεια. Not again! Ας μείνει αυτός που έχουμε, με τα καλά του και με τα στραβά του. Από το να γνωρίσει ο όποιος Μάνταλος τον όποιον όγδοο, σκέπτομαι πως κάτι που στ' αλήθεια θα τον εντυπωσίαζε, μάλλον το μοναδικό που στ' αλήθεια θα τον εντυπωσίαζε, είναι το να προλάβει να ζήσει ένα "σπίτι" της Εθνικής. Το αυτονόητο στη ζωή ενός διεθνούς, οπουδήποτε στην Ευρώπη.   

Οκτώ προπονητές στη δεκαετία, το μαθηματικό μοντέλο δεν βγαίνει