MENU

Είναι μία εύκολη, πανεύκολη πάσα ρουτίνας του Γούτα προς τα πίσω. Από αυτές που σου επιτρέπουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις, μέχρι να πάρεις μία απόφαση. Δεν υπάρχει αντίπαλος σε ακτίνα 10 μέτρων. Τα πάντα μοιάζουν ήρεμα. Άνετα. Ελεγχόμενα.

Η εντολή που φεύγει από τον εγκέφαλο είναι… διφορούμενη. Τα πόδια δεν την καταφέρνουν να την αποκωδικοποιήσουν. Είναι (ανοιχτό) κοντρόλ; Είναι πάσα; Ή μήπως είναι απλώς μία στραβοκλωτσιά; 

Ο μικρός κάνει μία απέλπιδα προσπάθεια να το σώσει. Ξέρει ότι έχει κάνει αυτό που τρέμει κάθε τερματοφύλακας. Μία χοντράδα. 

Πέφτει στα πόδια του Νέλσον Ολιβέιρα, βουτάει, μα δεν διορθώνεται με τίποτα. Κενή εστία, 2-1. Το ματς γύρισε. Και φταίει αυτός!

Στο επόμενο τηλεοπτικό κοντινό πλάνο έχει μάτια υγρά. Δεν έχει μπει κάποιο σκουπιδάκι στα μάτια του, απλώς ξέρει ότι τους έχει κρεμάσει όλους.

Έχει περάσει ένας μήνας που έχει συμπληρώσει τα 18 του χρόνια και αυτό είναι μόλις το 8ο επαγγελματικό παιχνίδι στην καριέρα του. Είναι όμως το πρώτο σε ένα τόσο μεγάλο στάδιο, όπως το ΟΑΚΑ. Το πρώτο απέναντι σε έναν αντίπαλο τέτοιου βεληνεκούς, όπως η ΑΕΚ. Το πρώτο που νιώθει ότι τον βλέπει όλη η Ελλάδα. Είναι η πρώτη του μεγάλη γκάφα με γάντια στα χέρια.

Μερικά λεπτά νωρίτερα η ΑΕΚ έχει ισοφαρίσει με ένα γκολ, βγαλμένο από τρίσποντη καραμπόλα. Από το συρτό σουτ του Νέλσον Ολιβέιρα η μπάλα χτυπάει στην ρίζα της δοκού, έπειτα στην πλάτη του και μπαίνει μέσα για το 1-1!

Όχι, δεν είναι η βραδιά του. Ο Ατρόμητος ισοφαρίζει εκ νέου, όμως στο τρίτο λεπτό των καθυστερήσεων, ο Νέλσον Ολιβέιρα συμπληρώνει το μοναδικό χατ-τρικ στην ελληνική του καριέρα και αφήνει τον Χρήστο Μανδά ένα ράκος.

Τα δάκρυα έχουν αρχίσει πια να κυλάνε στα μάγουλα του. Βγαίνει από το γήπεδο στην πελώρια αγκαλιά του αναπληρωματικού τερματοφύλακα Μπάλας Μέγιερι, μέχρι να φτάσει στα αποδυτήρια παίρνει και δυο καλές κουβέντες από τους παίκτες της ΑΕΚ: «Μπάλα είναι. Συμβαίνουν αυτά, μικρέ»!

Ο Γιάννης Αναστασίου του αφαιρεί τα γάντια του βασικού, κάνει ένα τετράμηνο να παίξει ξανά. Μέσα σε ένα βράδυ ο Χρήστος Μανδάς μαθαίνει την σκληρή αλήθεια του ποδοσφαίρου, που έχει κάποιες βραδιές στις οποίες εύχεσαι να… μην είχες γεννηθεί!

Αυτό που είμαστε είναι τα λάθη μας. Είμαστε οι αποφάσεις μας, αλλά αυτό που πραγματικά δημιουργεί το είναι μας, είναι οι λανθασμένες αποφάσεις μας και ο τρόπος που επιστρέφουμε από αυτές. Και η ζωή ενός τερματοφύλακα έχει πολλές τέτοιες.

Είναι η φύση της δουλειάς που δεν πρέπει να είσαι ποτέ too low ή too high. Ποτέ πεσμένος στα πατώματα και ποτέ ανεβασμένος στα σύννεφα. Απλώς, πρέπει να είσαι έτοιμος. Μονίμως.

Του έκατσαν πολλές τέτοιες στραβές. Έβγαλε το πρώτο μισό της σεζόν 2020-21 στον πάγο, επειδή δεν ήθελε να ανανεώσει το συμβόλαιο του με τον Ατρόμητο. Το ντεμπούτο του με τον ΟΦΗ ήταν καταστροφικό. Ένα 5-0 από τον Βόλο, τέτοια ματς σε στοιχειώνουν, σε διαλύουν!

Και ξαφνικά, μετά από ένα εξάμηνο, ξανά στα δοκάρια. Βασικός, απέναντι στον Ολυμπιακό. Κι εσύ να πιάνεις πέναλτι του Χάμες Ροντρίγκες, τον οποίο μέχρι τότε έβλεπες μόνο από την τηλεόραση!

Και μετά, βασικός. Και μετά, αναντικατάστατος. Και μετά, ο καλύτερος τερματοφύλακας εκείνου του πρωταθλήματος. Και μετά, ένα τηλέφωνο: «Χρήστο, σε θέλει η Λάτσιο»! Πρέπει να έχεις ατσάλινα νεύρα για να μην χτυπάει η καρδιά σου σαν τρενάκι του λούνα-παρκ. Η θέση του τερματοφύλακα στην πραγματικότητα θα έπρεπε να αμείβεται με βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα.

Ένα τέτοιο τηλέφωνο είχε λάβει το 2016 αυτός που τον προπονεί, ο γυμναστής τερματοφυλάκων της Λάτσιο, ο Μάσιμο Νέντσι. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Μαουρίτσιο Σάρι, πριν από πολλά χρόνια τον είχε προπονητή σε μία ομάδα τέταρτης κατηγορίας, την Φαέλα και την Αρέτσο: «Πάρε μία βαλίτσα και αύριο το πρωί σε περιμένω στην Νάπολι».

Έκτοτε, τον ακολουθεί παντού. Στην Γιουβέντους, στην Τσέλσι και τώρα στην αιώνια πόλη: «Είναι ένας πολύ σκληρός νέος», είπε για τον Χρήστο Μανδά πολύ πριν κάνει το επίσημο ντεμπούτο του και κατέληξε: «Μπλοκάρει ήδη σαν Ιταλός τερματοφύλακας». Για όσους ξέρουν, δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο κομπλιμέντο από αυτό.

Δεν μετακόμισε στην Λάτσιο για πρώτος τερματοφύλακας, ούτε καν με την προοπτική να είναι δεύτερος. Πως να «κουνήσεις» τον Ιβάν Προβεντέλ, ένα τέρμα επιπέδου Εθνικής Ιταλίας και τον Λουίτζι Σέπε, με τα 10 χρόνια θητείας στην Serie A, σε Έμπολι, Φιορεντίνα, Νάπολι, Πάρμα και Σαλερνιτάνα;

Θα μπορούσε να μείνει δανεικός για άλλο ένα χρόνο στον ΟΦΗ, για να  «ψηθεί» κι άλλο. Ο Σάρι όμως είχε άλλη άποψη. Θα μπορούσε να δοθεί δανεικός σε μία άλλη μικρότερη ιταλική ομάδα για να προσαρμοστεί. Ο Σάρι το ξέκοψε όμως και αυτό. Ήθελε να τον δουλέψει εκεί, να τον φτιάξει όπως εκείνος ήθελε.

Ένας τερματοφύλακας οφείλει να έχει γεννηθεί έτοιμος. Τα πάντα ξεκίνησαν από ένα μικρόβιο που μπήκε στον οργανισμό του Προβεντέλ. Ο Σάρι πια είχε να παίξει κορόνα ή γράμματα. Ο έμπειρος Σέπε ή ο πεινασμένος Έλληνας; 

Επέλεξε το δεύτερο. Και ο Μανδάς -σαν έτοιμος από καιρό- ήταν από τους πρωταγωνιστές της πρόκρισης επί της Ρόμα (1-0) με μία μεγάλη διπλή απόκρουση προς το τέλος. 

Η Λάτσιο τον έκανε κεντρικό πρόσωπο στα social media,  γράφοντας πως: «όλοι μπορούν να γίνουν ήρωες για μία μέρα», ο συμπαίκτης του ο Τζακάνι τον αποκάλεσε στις δηλώσεις του «golden boy», o Σάρι παραδέχθηκε ότι «τα πήγε πολύ καλά, θέλαμε να τον δούμε σε ένα μεγάλο παιχνίδι».

Ο αθλητικός διευθυντής των λαατσιάλι, Άντζελο Φαμπιάνι είπε πως: «για εμάς δεν ήταν έκπληξη, αλλά κάτι προδιαγεγραμμένο». Τα ιταλικά Μέσα άρχισαν τις υπεροβολές για «Έλληνα Ντοναρούμα», για «ήρωα», για «σούπερ τερματοφύλακα».

Η αλήθεια είναι κάπου στην μέση. Ο Μανδάς θα επιστρέψει στον πάγκο της Λάτσιο, στο ποδόσφαιρο η ιεραρχία στους τερματοφύλακες είναι ιερό πράγμα, ο Προβεντέλ δεν αγγίζεται.

Αν κάτι τον έχει διδάξει η ζωή είναι ότι ένας τερματοφύλακας δεν πρέπει να είναι ποτέ too low ή too high. 

Μανδάς: Never too low, never too high…